μενυανθές

μενυανθές
το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων υδροχαρών πολυετών φυτών τής οικογένειας μενυανθίδες με μοναδικό είδος το τρίφυλλο μενυανθές, φαρμακευτικό και διακοσμητικό, που απαντά σε υγρές εύκρατες περιοχές τής Ευρώπης, τής Ασίας και τής Αφρικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”